- ενιππεύω
- ἐνιππεύω (Α) [ιππεύω]ιππεύω σ' έναν τόπο, κάνω ιππασία κάπου, χρησιμοποιώ ιππικό («ἐπιτηδεότατον χωρίον ἐνιππεῡσαι», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνιππεῦσαι — ἐνιππεύω ride in aor inf act ἐνιππεύω ride in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιππεύσας — ἐνιππεύσᾱς , ἐνιππεύω ride in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐνιππεύσᾱς , ἐνιππεύω ride in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιππάζομαι — ἐνιππάζομαι (Α) [ιππάζομαι] ενιππεύω («ἐπιτήδειον ἐνιππάσασθαι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek